εξυγιαίνω

εξυγιαίνω
εξυγίανα, εξυγιάνθηκα, εξυγιασμένος, μτβ.
1. κάνω κάποιον ξανά υγιή, τον θεραπεύω, τον κάνω καλά.
2. απαλλάσσω τόπο από τις νοσογόνες εστίες που είχε, τον κάνω υγιεινό από μολυσμένο που ήταν.
3. μτφ., επαναφέρω σε καλή κατάσταση κάτι που ήταν σε κακή: Η κυβέρνηση θα εξυγιάνει τα οικονομικά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εξυγιαίνω — εξυγιαίνω, εξυγίανα βλ. πίν. 44 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εξυγιαίνω — (AM ἐξυγιαίνω) νεοελλ. 1. (για τόπο) απαλλάσσω από νοσογόνες εστίες 2. επαναφέρω κάτι σε καλή κατάσταση («...να εξυγιάνει την οικονομία») αρχ. μσν. γίνομαι καλά, θεραπεύομαι («διὰ τοῡτο καὶ οἱ πλεῑστοι οὐκ ἐξυγιαίνουσιν ταχέως», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • απολυμαίνω — ανα, άνθηκα, ασμένος, καθαρίζω από τα νοσογόνα μικρόβια, εξυγιαίνω: Συνεργεία των υγειονομικών υπηρεσιών θα απολυμαίνουν όλους τους κοινόχρηστους χώρους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”