- εξυγιαίνω
- εξυγίανα, εξυγιάνθηκα, εξυγιασμένος, μτβ.1. κάνω κάποιον ξανά υγιή, τον θεραπεύω, τον κάνω καλά.2. απαλλάσσω τόπο από τις νοσογόνες εστίες που είχε, τον κάνω υγιεινό από μολυσμένο που ήταν.3. μτφ., επαναφέρω σε καλή κατάσταση κάτι που ήταν σε κακή: Η κυβέρνηση θα εξυγιάνει τα οικονομικά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.